Μεγαρίτικη ελιά
Οι παλιοί Μεγαρίτες έλεγαν: ‘’Αν βγεις στον κάμπο με τις ελιές, δε σου κάνει καρδιά να γυρίσεις πίσω στην πόλη’’ και έτσι πραγματικά νιώθεις όταν συναντήσεις τον ελαιώνα των Μεγάρων.
Η Μεγαρίτικη ελιά είναι διπλής χρήσης, δηλαδή λαδοελιά και επιτραπέζια, πράσινη ή μαύρη. Η περιεκτικότητα του καρπού σε λάδι κυμαίνεται γύρω στο 28% και με πιο εντατική καλλιέργεια φθάνει στο 35% με χαμηλά έως και καθόλου οξέα. Ως δέντρο έχει άριστη αντοχή στο ψύχος και τον καύσωνα, ενώ είναι πολύ παραγωγικό όταν δέχεται έστω και στοιχειώδεις καλλιεργητικές φροντίδες. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε υψόμετρο έως και 900 μ. και ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά και γόνιμα. Το κλίμα και τα εδάφη των Μεγάρων, είναι που κάνουν την Μεγαρίτικη ελιά ξεχωριστή και ιδιαίτερη ποικιλία, ακόμη και από της ελιές του ίδιου τύπου που φύονται σε διάφορα άλλα μέρη της Μεσογείου.
Το παραγόμενο Μεγαρίτικο λάδι, ξεχωρίζει από το κίτρινο χρυσαφί του χρώμα, την γλυκιά του γεύση και το άρωμα των ώριμων καρπών της ελιάς. Στην πόλη των Μεγάρων υπάρχουν απέραντοι ελαιώνες στον κάμπο, που παράγουν μεγάλες ποσότητες λαδιού και ελιάς κάθε χρόνο. Η γεύση του ελαιολάδου από μεγαρίτικες ελιές διακρίνεται από αρκετό φρούτο και χορτάρι στη γεύση, με στοιχεία ανθέων και αχλαδιού στη μύτη αλλά και την άριστη ποιότητα λαδιού που έχει σχεδόν μηδενική οξύτητα και δικαίως ονομάζεται έξτρα παρθένο. Λόγω των λεπτών γευστικών χαρακτηριστικών του και των πολύτιμων συστατικών του, προτιμάται ιδιαίτερα στις σαλάτες και στην υγιεινή διατροφή, γενικότερα καταναλώνεται πολύ ευχάριστα ωμό ή μαγειρεμένο.
H μεγαρίτικη ελιά, είναι πιθανότατα η πρώτη ελιά που υπέστη εκπίκριση (ξεπίκρισμα) και έγινε αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών στην Ιστορία. Τη φτιάχνουν στο αλάτι ή ξιδάτη, ακόμη και χαρακτή ή τσακιστή (αχλατσάδες).